A. Κλίσεις ονομάτων Noun Declensions
Α2
Θηλυκά Feminine nouns
Α2.1
θηλυκά σε -α,
πληθ. -ε
fem.
nouns in -α, pl. -ε
Ёίντα
ρίζα root
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
Ёίντα
[a ʃínda] |
οι
Ёίντε
[i ʃínde] |
Αιτ. Acc. |
τα
Ёίντα
[ta ʃínda]
|
του
Ёίντε
[tu ʃínde] |
Γεν. Gen. |
τα
Ёίντα
[ta ʃínda]
|
--- |
Ετσι κλίνονται και:
The following are declined in the same way:
αμέρα
[améra] ημέρα day,
γρούσσα
[ɣrúsa] γλώσσα tongue /
language,
γουναίκα
(γουναίτЀε)
[ɣunéka / ɣunétˢe] γυναίκα woman /
wife,
δουІεία
[ðulía] δουλειά work,
εІία
[elía] ελιά olive,
κόЋα
[kótʰa] κότα hen,
κράκα
(κράτЀε)
[kráka / krátˢe] κλειδί key
(Δωρική Doric κλᾴξ, κλᾴκα, κλᾳκός),
κούλικα
(κούλιτЀε)
[kúʎika / kúʎitˢe] αγελάδα cow
(Ησύχιος Hesychius 'κίλλιξ'),
ματЁία
[matʃía] μητριά step-mother,
νιούЋα
[ɲútʰa] νύχτα night,
χούρα
[xúra] χωράφι field, κ.α.
etc.
Αρχή
Top
Α2.2
θηλυκά σε -α,
πληθ. -λε
fem.
nouns in -α
, pl. -λε
τЀέα
σπίτι house
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
τЀέα
[a tˢéa] |
οι
τЀέλε
[i tˢéle] |
Αιτ. Acc. |
ταν
τЀέα [tan dᶻéa]
|
του
τЀέλε
[tu tˢéle] |
Γεν. Gen. |
τα
τЀέα / τσεІή
[ta tˢéa /
tˢelí]*
|
--- |
Ετσι κλίνονται και:
The following are declined in the same way:
αμαρκία
(αμαρκίλε)
[amarcía /
amarcíle] αμαρτία
sin,
ερηνία
(ερηνίλε)
[eriɲía / eriɲíle] ερημιά emptiness,
absence of people
ζηνία
(ζηνίλε)
[ziɲía /
ziɲíle] ζημιά
damage,
κατσούα
(κατσούλε)
[katsʰúa /
katsʰúle] γάτα
cat,
κουνία
(κουνίλε)
[kuɲía /
kuɲíle] στάμνα
jug,
Єραΐα
(Єραΐλε)
[kʰraía /
kʰraíle] τρύπα
hole,
τσουφά
(τσουφάλε)
[tsʰufá /
tsʰufále] κεφάλι
head,
φουσκά
(φουσκάλε)
[fuská /
fuskále] φουσκάλα
blister κ.α. etc.
*Για θηλυκά ουσιαστικά με ξεχωριστές γενικές ενικού βλ. παρακάτω For
feminine nouns with a separate form in the genitive singular, see
below.
Αρχή
Top
Α2.3
θηλυκά σε -α,
πληθ. -αε
fem.
nouns in -α
, pl. -αε
αχρά
αχλάδι pear
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
αχρά
[a axrá] |
οι
αχράε
[i axráe] |
Αιτ. Acc. |
ταν
αχρά
[tan axrá]
|
τουρ
αχράε
[tur axráe] |
Γεν. Gen. |
ταρ
αχρά
[tar axrá]
|
--- |
Ετσι κλίνονται και:
The following are declined in the same way:
ασκά
[aská] ξερό σύκο dry fig,
βδιμά
[vðimá] εβδομάδα week,
ουλιά
[uʎá] λυγαριά osier,
μελισσά
[melisá] μέλισσα bee,
νουρά
[nurá] ουρά tail,
συντζά
[sidzá] συκιά fig-tree,
τЁαγκά
[tʃaŋgá] γίδα που έχει αποβάλει goat
which has miscarried,
τЁηνά
[tʃiná] σφήκα wasp.
Αρχή
Top
Α2.4
θηλυκά
σε -α,
πληθ. -αδε
fem.
nouns in -α
, pl. -αδε
γιορτά
γιορτή feast-day
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
γιορτά
[a ʝortá] |
οι
γιορτάδε
[i ʝortáðe] |
Αιτ. Acc. |
τα
γιορτά [ta ʝortá]
|
του
γιορτάδε
[tu ʝortáðe]
|
Γεν. Gen. |
τα
γιορτά
[ta ʝortá]
|
--- |
Ετσι κλίνονται και:
The following are declined in the same way:
γρία
(γριάδε / γЂάδε
αλλά και
γρίε)
[ɣría /
ɣrʝáðe / ɣʒáðe] γριά
old woman,
τσία
(τσάδε αλλά και
τσίε)
[tsʰía /
tsʰáðe] θεία
aunt,
ΤЀουρακά
(ΤЀουρακάδε)
[tˢuraká /
tˢurakáðe] Κυριακή
Sunday.
Αρχή
Top
Α2.5
θηλυκά
σε -η,
πληθ. -ε
fem.
nouns in -η
, pl. -ε
αγάκη
αγάπη love
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
αγάκη
[a aɣáci] |
οι
αγάκε
[i aɣáce] |
Αιτ. Acc. |
ταν
αγάκη [tan aɣáci]
|
τουρ
αγάκε
[tur aɣáce]
|
Γεν. Gen. |
ταρ
αγάκη
[tar aɣáci]
|
--- |
Ετσι κλίνονται και:
The following are declined in the same way:
αλοιθή
[aʎiθí] αλοιφή
ointment,
ανάντζη
[anándzi] ανάγκη
need,
αρχή
[arçí] αρχή
beginning κ.α. etc.
Αρχή
Top
Α2.6
θηλυκά
σε -η,
πληθ. -αδε
fem.
nouns in -η
, pl. -αδε
νύθη
νύφη bride
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
νύθη
[a ɲíθι] |
οι
νυθάδε
[i ɲiθáðe] |
Αιτ. Acc. |
τα
νύθη [ta ɲíθι]
|
του
νυθάδε
[tu ɲiθáðe]
|
Γεν. Gen. |
τα
νύθη [ta ɲíθι]
|
--- |
Ετσι κλίνονται και:
The following are declined in the same way:
βρύση
/ βЂύση (βρυσάδε /βЂυσάδε)
[vrísi/vʒísi -
vrisáðe/vʒisáðe] βρύση
tap,
σκόλη
(σκολιάδε)
[skóʎi / skoʎáðe] γιορτή, αργία
feast, holiday.
Αυτός ο τύπος, δάνειο από ΝΕ, είναι
σπάνιος. This form, adopted from SMG, is rare. Πρβ. και compare also
λάЁπη
(λαЁπήδε)
[láʃpi / laʃpíðe] λάσπη
mud.
Αρχή
Top
Α2.7
θηλυκά
σε -ου,
πληθ. -ουδε
fem.
nouns in -ου
, pl. -ουδε
μαμού
γιαγιά grandmother
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
μαμού
[a mamú] |
οι
μαμούδε
[i mamúðe] |
Αιτ. Acc. |
τα
μαμού [ta mamú]
|
του
μαμούδε
[tu mamúðe]
|
Γεν. Gen. |
τα
μαμού
[ta mamú]
|
--- |
Ετσι κλίνονται και:
The following are declined in the same way:
αλεπού
[alepú] αλεπού
fox,
>μαϊμού
[maimú] μαϊμού
monkey, κ.α. etc.
Αυτός ο τύπος, δάνειο από ΝΕ, είναι
σπάνιος. This form, adopted from SMG, is rare.
Αρχή
Top
Α2.8
ανώμαλα θηλυκά irregular fem. nouns
μάτη
μητέρα mother
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
μάτη
[a máti] |
οι
ματέρε
[i matére] |
Αιτ. Acc. |
τα
μάτη [ta máti]
|
του
ματέρε
[tu matére]
|
Γεν. Gen. |
τα
μάτη / ματερί
[ta máti /
materí]*
|
--- |
σάτη
κόρη daughter
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
σάτη
[a sáti] |
οι
σατέρε
[i satére] |
Αιτ. Acc. |
τα
σάτη / ταν
ισάτη [tan isáti]**
|
του
σατέρε
[tu satére]
|
Γεν. Gen. |
τα
σάτη / σατερί
[ta sáti /
saterí]*
|
--- |
άμπελε
αμπέλι vine
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α
άμπελε
[a ámbele] |
οι
αμπέλε
[i ambéle] |
Αιτ. Acc. |
ταν
άμπελε [tan
ámbele]
|
τουρ
αμπέλε
[tur ambéle]
|
Γεν. Gen. |
ταρ
άμπελε / αμπεІή
[tar ámbele
/
ambelí]*
|
--- |
κρόπο
κοπριά dung
|
Ενικός |
Πληθυντικός |
|
Singular |
Plural |
Ονομ. Nom. |
α κρόπο
[a krópo] |
οι
κρόπε
[i krópe] |
Αιτ. Acc. |
ταν
κρόπο [taŋ grópo]
|
του
κρόπε
[tu krópe]
|
Γεν. Gen. |
τα
κρόπο
[ta krópo]
|
--- |
Τα ονόματα
άμπελε
και
κρόπο
προέρχονται από θηλυκά της ΑΕ με κλίση κατά τα αρσενικά σε
-ος: ἁ ἄμπελος, ἁ κόπρος.
The nouns
άμπελε
and
κρόπο
derive from AG feminines declined with masculine o-stem endings
: ἁ ἄμπελος, ἁ κόπρος.
*Για θηλυκά ουσιαστικά με
ξεχωριστές γενικές ενικού βλ. παρακάτω For
feminine nouns with a separate form in the genitive singular, see
below.
**Για θηλυκά ουσιαστικά με προθετικό φωνήεν στην αιτιατική βλ. παρακάτω
For feminine nouns with an additional vowel at the beginning of the
word in the accusative case, see below.
Αρχή
Top
Α2.9
θηλυκά με γενική ενικού fem. nouns w. separate genitive singular
Μερικά θηλυκά έχουν ξεχωριστή γενική ενικού, αλλά σήμερα ακούγεται
σπάνια. Η γενική αυτή σχηματίζεται με
-έ ή
-ή
(σημ. ο τόνος κατεβάζεται στη λήγουσα). Ο
τύπος αυτός
θεωρείται
ότι προέρχεται από γενικές σε
-ός
της ΑΕ (τρίτη κλίση): πχ.
νύξ,
νυκτός, ενώ η χρήση του έχει επεκταθεί και σε ονόματα της
πρώτης κλίσης πχ.
α
προβάτα, τα προβατέ. Ο τύπος σε
-ή
είναι μάλλον εξέλιξη του
-έ.
Some feminine nouns have a separate genitive singular, although this is
rarely heard nowadays. It is formed using the suffixes
-έ [e] ή
-ή [i]
(note that the accent moves to the final syllable). It is thought to
derive from genitives in
-ός
in AG (third declension): e.g.
νύξ,
νυκτός, and its use has spread to first-declension nouns
e.g.
α
προβάτα [a
prováta],
τα
προβατέ
[ta provaté]. The
form in
-ή
is probably a development of that in
-έ.
Εδώ παραθέτω τα ονόματα τα οποία καταγράφει ο
Κωστάκης (1999), εκτός από
εκείνα που βρίσκονται
μόνο σε παλιές εργασίες (του Δέφνερ, Οικονόμου κ.α.):
I list here the nouns recorded by Κostakis
(1999),
excluding those only found in old studies (Deffner, Oikonomou etc): α
αμέρα, ταρ αμερή [tar
amerí] της
ημέρας, of the day;
α άμπελε, ταρ αμπεІή [tar
ambelí] του
αμπελιού, of the vine;α
γίδα, τα γιδέ [ta
ʝiðé] της
γίδας, of the goat; α
γρούσσα, τα γρουσσέ [ta
ɣrusé] της
γλώσσας, of the tongue/language; α
γουναίκα, τα γουναιτЀή [ta
ɣunetˢí] της
γυναίκας, of the woman; α
θάσσα, τα θασσέ [ta
θasé] της
θάλασσας, of the sea; α
καμάρα, τα καμαρέ [ta
kamaré] της
καμάρας, of the arch; α
κατσούα, τα κατσουλέ [ta
katsulé] της
γάτας, of the cat; α
κοπέα, τα κοπεІή [ta
kopelí] της
κοπέλας, of the young woman; α
κόЋα, τα κοЋέ [ta
kotʰé] της
κότας, of the hen; α
κούλικα, τα κουλιτЀέ [ta
kuʎitˢé] της
αγελάδας, of the cow; α
κράκα, τα κρατЀέ [ta
kratˢé] του
κλειδιού, of the key; α
μάτη, τα ματερή [ta
materí] της
μητέρας, of the mother; α
μοίρα, τα μοιρέ [ta
miré] της
μοίρας, of fate; α
νιούЋα, τα νιουЋέ [ta
ɲutʰé] της
νύχτας, of the night; α
προβάτα, τα προβατέ [ta
provaté] της
προβατίνας, of the ewe; α
σάτη, τα σατερή [ta
saterí] της
κόρης, of the daughter; α
στέρνα, τα στερνέ [ta
sterné] της
στέρνας, of the cistern; α
τЀέα, τα τЀεІή [ta
tˢelí] του
σπιτιού, of the house; α
τσουφά, τα τσουφαІή [ta
tsufalí] του
κεφαλιού, of the head; α
χέρα, τα χερή [ta
çerí] του
χεριού, of the hand; α
χούρα, τα χουρέ [ta
xuré] του
χωραφιού, of the field.
Αρχή
Top