Αρσενικά ονόματα Masculine nouns
Κεντρική Εισαγωγή Ηχογραφήσεις Γραμματική Home Introduction Recordings Grammar
elona sign
  • Α1.1 , πληθ/pl.-οι
  • A1.2 , πληθ/pl.
  • A1.3 , πληθ/pl. -ου
  • A1.4 -α,-η,-ε,-ου, πληθ/pl. -αδε,-ηδε,-εδε,-ουδε
  • A1.5 , πληθ/pl. -οι
  • A1.6 , πληθ/pl. -ου
  • A1.7 , πληθ/pl. -ουνε
  • A1.8 -ο, πληθ/pl. -οι
  • A1.9 -ο, πληθ/pl. -ου
  • A1.10 -ο, πληθ/pl. -ουνε
  • A1.11 ανώμαλα αρσενικά
  • A1.11 irregular masculine nouns
  • A. Κλίσεις ονομάτων   Noun Declensions

    Α1. Αρσενικά   Masculine nouns

    Α1.1 αρσενικά σε , πληθ. -οι   masc. nouns in , pl. -οι
    γείτονα
    γείτονας  neighbour
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο γείτονα [o jítona] οι γειτόЈοι [i jitóni]
    Αιτ. Acc. το γείτονα [to jítona] του γειτόЈοι [tu jitóni]
    Γεν. Gen. του γείτονα [tu jítona] ---

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: απαδότα [apaðóta] βοηθός του χτίστη builder's assistant, δεργάτα [ðerɣáta] δραγάτης watchman (of a vineyard), εργάτα [erɣáta] εργάτης workman, έμπορα [émbora] έμπορος merchant, Єάβουρα [kʰávura] κάβουρας crab, κολλέγα [koléɣa] φίλος friend, κρέφτα [kréfta] κλέφτης thief, λεβέτα [levéta] λεβέτι cauldron, ρεύτα [réfta] υδρορρόη gutter, ψεύτα [pséfta] ψεύτης liar, Њέλεχα [pʰélexa] ασπάλακας mole, Ёίνα [ʃína] βουνό mountain (ΑΕ θίς, θῖνα, θινός), κ.α. etc.

    Αρχή
    Top

    A1.2 αρσενικά σε , πληθ.   masc. nouns in , pl.
    φοЈία
    φονιάς  murderer
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο φοЈία [o fonía] οι φοЈίε [i foníe]
    Αιτ. Acc. το φοЈία [to fonía] του φοЈίε [tu foníe]
    Γεν. Gen. του φοЈία [tu fonía] ---

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: νομία [nomía] βοσκός shepherd, πούα [púa] πόδι foot (ΑΕ πούς, ποδός, πόδες).

    Αρχή
    Top

    A1.3 αρσενικά σε , πληθ. -ου   masc. nouns in , pl. -ου
    Єώακα
    σκουλήκι (< ΑΕ σκώλᾱξ)  worm
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο Єώακα [o kʰóaka] οι Єωάκου [i kʰοáku]
    Αιτ. Acc. το Єώακα [to kʰóaka] του Єωάκου [tu kʰοáku]
    Γεν. Gen. του Єώακα [tu kʰóaka] ---

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: Њάσσακα [pʰásaka] πάσσαλος post, άρνακα [árnaka] νερόλακκος channel, ditch full of water (ΑΕ λάρναξ -ακος), ούθακα [úθaka] μεγάλο φίδι large snake Ёίνακα [ʃínaka] δίκρανο pitchfork (ΑΕ θρίναξ -ακος), πέτακα [pétaka] σκουλήκι του τυριού cheese worm, δίψακα [ðípsaka] μικρή βδέλλα small leech,άβλιτα [ávʎita] βλίτο amaranth leaves, τЀίληκα [tˢíʎika] κιλίμι Persian rug,όντα [ónda] δόντι tooth (ΑΕ ὀδούς -όντος), κόρακα [kóraka] κοράκι crow (ΑΕ κόραξ -ακος),όζακα [ózaka] μυρμήγκι των δέντρων tree ant, όЊακα [ópʰaka] αγουρίδα unripe grape (ΑΕ ὄμφαξ -ακος).

    Αρχή
    Top

    A1.4 αρσενικά σε -α,-η,-ε,-ου, πληθ. -αδε,-ηδε,-εδε,-ουδε
    A1.4 masculine nouns in -α,-η,-ε,-ου , pl. -αδε,-ηδε,-εδε,-ουδε
    βορία βοριάς North wind αφέγκη  πατέρας father καφέ  καφές coffee παππού  παππούς grandfather
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ολες οι πτώσεις βορία [voría] βοριάδε [vorʝáðe]/
    βοЂάδε [voʒáðe]
    All cases
    " αφέγκη[aféɲɟi] αφέγκηδε [aféɲɟiðe] "
    " καφέ [kafé] καφέδε [kaféðe] "
    " παππού [papú] παππούδε [papúðe] "

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: νοκία πλ. νοκιάδε [nocía / nocáðe] νοτιάς South wind, τЁούα πλ. τЁούηδε (Μέλανα)τЁουάδε (Τυρός) [tʃúa (tʃúiðe / tʃuáðe)] δρυς oak tree, γανώση πλ. γανώσηδε [ɣanósi / ɣanósiðe] γανωτής tinsmith,μπαλώση πλ. μπαλώσηδε [balósi / balósiðe] τσαγκάρης cobbler,μυωνά πλ. μυωνάδε [mioná / mionáðe] μυλωνάς miller, παπά πλ. παπάδε [papá / papáðe] παπάς priest, φοЈία πλ. φονιάδε (και φοЈίε όπως επάνω) [fonía / foɲáðe] φονιάς murderer, τЀερατά πλ. τЀερατάδε [tˢeratá / tˢeratáðe] κερατάς cuckold, μαστραπά / μαστραπαδε [mastrapá / mastrapáðe] μαστραπάς metal jug, αράκη πλ. αράκηδε [aráci / aráciðe] αράπης black man, κοντοσέρκη πλ. κοντοσέρκηδε [kondosérci / kondosérciðe] οχιά viper, ακαμάκη πλ. ακαμάκηδε [akamáci / akamáciðe] ακαμάτης idler, δεσπόκη πλ. δεσπόκηδε [despóci / despóciðe] δεσπότης bishop, τЀουμπέ πλ. τЀουμπέδε [tˢumbé / tˢumbéðe] τζουπές (επίσημο γυναικείο πανωφόρι) jacket worn as part of female traditional dress, καναμπέ πλ. καναμπέδε [kanambé / kanambéðe] καναπές settee.

    Αρχή
    Top

    A1.5 αρσενικά σε , πληθ. -οι   masc. nouns in , pl. -οι
    Єούλε
    αγκάθι (< ΑΕ σκόλος)  thorn
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο Єούλε [o kʰúle] οι ЄούІοι [i kʰúli]
    Αιτ. Acc. το Єούλε [to kʰúle] του ЄούІοι [tu kʰúli]
    Γεν. Gen. του Єούλε [tu kʰúle] ---

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: βάννε [váne] αρνί lamb, βούλε [vúle] πετεινός cockerel, γιούρε [júre] γύρος circuit, round, γρίλε [ɣríle] άκρη χωραφιού edge of a field, γρόЋε [ɣrótʰe] γροθιά fist, δάЋυλε [ðátʰile] δαχτύλι finger, αϊτέ [aité] αετός eagle, ζύλε [zíle] γύλος (είδος ψαριού) rainbow wrasse (fish), >θίλε [θíle] φίλος friend, μύλε [míle] μύλος mill, νταβελέ [davelé] δαυλός torch, firebrand κούτουλε [kútule] ξυλινό σκεύος τυροκόμου wooden vessel used in cheesemaking, ζιβόλε [zivóle] βόλος marble (toy), κορνιαχτέ [korɲaxté] σκόνη dust, έμισε [émise] μισός half, ψύλλε [psíle] ψύλλος flea κτλ. etc.

    Αρχή
    Top

    A1.6 αρσενικά σε , πληθ. -ου   masc. nouns in , pl. -ου
    άντε
    ψωμί (< ΑΕ ἄρτος)  bread
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο άντε [o ánde] οι άντου [i ándu]
    Αιτ. Acc. τον άντε [ton ánde] τουρ άντου [tur ándu]
    Γεν. Gen. του άντε / άντου [tu ánde / ándu] ---

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: ακόρβατε [akórvate] βάτος bush, ατσίμντανε [atsímdane] σφενδάμι maple, ανήφορε [aɲífore] ανήφορος ascent, uphill path, >αντζίναρε [andzínare] αγκινάρα artichoke, δήσε (πλ. δησάγου) [ðíse / ðisáɣu] παράσιτο αιγοπροβάτων sheep / goat parasite, έατε [éate] έλατο fir tree, βότЁε [vótʃe] (< ΑΕ βότρυς) σταφύλι grape, βαϊτέ [vaité]  κλάμα crying (n.), κουϊτέ [kuité]  σκούξιμο shriek (n.), κιουρέ [curé]  κεφαλοτύρι type of cheese, κάλυε (πληθ. καλύβου) [káʎe / kaʎívu]  καλύβι hut, όνε (< ΑΕ ὄνος) [óne]  γαϊδάρι donkey, πόρε [póre]  πόρτα door.

    Αρχή
    Top

    A1.7 αρσενικά σε , πληθ. -ουνε   masc. nouns in , pl. -ουνε
    πέτЁε
    πέτρα  stone
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο πέτЁε [o pétʃe] οι πέτЁουνε [i pétʃune]
    Αιτ. Acc. τον πέτЁε [tom bétʃe] του πέτЁουνε [tu pétʃune]
    Γεν. Gen. του πέτЁε [tu pétʃe] ---

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: ήλιε / ηλίουνε [íʎe / iʎíune] ήλιος sun, ιЋέ / ιЋίουνε (ίЋουνε Τυρός) [itʰé / itʰíune] πανί cloth (< AE ἱστός), άγιε / αγίουνε [áje / ajíune] άγιος, εκκλησία saint, church.

    Αρχή
    Top

    A1.8 αρσενικά σε -ο, πληθ. -οι   masc. nouns in -ο , pl. -οι
    Єομπό
    κόμπος knot
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο Єομπό [o kʰombó] οι Єομποί [i kʰombí]
    Αιτ. Acc. το Єομπό [to kʰombó] του Єομποί[tu kʰombí]
    Γεν. Gen. του Єομπού [tu kʰombú] ---

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: άθρωπο πλ. αθρίποι [áθropo / aθrípi]  άνθρωπος person, άτЁωπο πλ. ατЁίποι [átʃopo / atʃípi]  άντρας/σύζυγος man/husband, βρούχο [vrúxo]  είδος ακρίδας species of locust, έριφο [érifo]  κατσίκι kid (young goat),Ђογγό πλ. Ђοντζοί [ʒoŋgó / ʒondzí]  ζοχός cow-thistle (sonchus oleraceus), καμό [kamó]  κλάδος branch, κροκό πλ. κροτσοί [krokó / krotsʰí]  κροκός yolk,καρπό [karpó]  καρπός/σιτάρι fruit/corn,καημό [kaimó]  καημός sorrow,κιαμό [camó]  ελονοσία malaria, κορμό [kormó]  κορμί/κορμός/ράχη body/treetrunk/back, λιούκο πλ. λιούτσοι [ʎúko / ʎútsʰi]  λύκος wolf, μόЄο πλ. μότσοι [mókʰo / mótsʰi]  μοσχάρι calf (< ΑΕ μόσχος),Њογκικό πλ. Њογκιτσοί [pʰoɲɟikó / pʰoɲɟitsʰí]  ποντίκι mouse,Ёκαλικό πλ. Ёκαλιτσοί [ʃkaʎikó / ʃkaʎitsʰí]  καλικάντζαρος hobgoblin, στούμπο [stúmbo]  πέτρα stone, τοίχο [tíxo]  τοίχος wall.

    Αρχή
    Top

    A1.9 αρσενικά σε -ο, πληθ. -ου   masc. nouns in -ο , pl. -ου
    αЄό
    ασκός wineskin
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο αЄό [o akʰó] οι αЄού [i akʰú]
    Αιτ. Acc. τον αЄό [ton akʰó] τουρ αЄού[tur akʰú]
    Γεν. Gen. του αЄού [tu akʰú] ---

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: αγό [aɣó]  λαγός hare, τЁυγικό [tʃiʝikó]  μεγάλο καλάθι large basket, αστακό [astakó]  αστακός lobster, σάЄο [sákʰo]  σάκος, σακί bag, Ћάμο [tʰámo]  στημόνι warp (threads in loom), Ћάχο [tʰáxo]  στάχυ ear of wheat, έαφο πλ. εάφου [éafo / eáfu]  ελάφι deer.

    Αρχή
    Top

    A1.10 αρσενικά σε -ο, πληθ. -ουνε   masc. nouns in -ο , pl. -ουνε
    τЀήπο
    κήπος garden
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο τЀήπο [o tˢípo] οι τЀήπουνε [i tˢípune]
    Αιτ. Acc. τον τЀήπο [ton dzípo] του τЀήπουνε[tu tˢípune]
    Γεν. Gen. του τЀήπο [tu tˢípo] ---

    Ετσι κλίνονται και:
    The following are declined in the same way: κόЄο [kókʰo]  κουκί bean (< ΑΕ κόκκος), κορίο [korío]  κοριός bedbug, Єομπίο [kʰombío]  αράχνη spider (< ΑΕ σκορπίος),τЁάο [tʃáo]  τράγος billy-goat, βρέο [vréo]  βρυωνιά bryony, αχινέο [açinéo]  αχινός sea urchin.

    Αρχή
    Top

    A1.11 ανώμαλα αρσενικά ουσιαστικά   irregular masc. nouns
    γέρου
    γέρος old man
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο γέρου [o ʝéru] οι γέροι [i ʝéri]
    Αιτ. Acc. το γέρου [to ʝéru] του γέροι [tu ʝéri]
    Γεν. Gen. του γέρου [tu ʝéru] ---

    αθή
    αδερφός brother
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο αθή [o aθí] οι αθήνε [i aθíne]
    Αιτ. Acc. τον αθή [ton aθí] τουρ αθήνε [tur aθíne]
    Γεν. Gen. του αθή [tu aθí] ---

    ούθι
    φίδι snake
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο ούθι [o úθi] οι ουθίουνε [i uθíune]
    Αιτ. Acc. τον ούθι [ton úθi] τουρ ουθίουνε [tur uθíune]
    Γεν. Gen. του ούθι [tu úθi] ---

    ψιλέ
    μάτι eye (< ΑΕ ὀπτιλός)
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο ψιλέ [o psilé] οι ψιІοί [i psilí]
    Αιτ. Acc. τον εψιλέ [ton epsilé] τουρ εψιού [tur epsʝú]
    Γεν. Gen. του ψιού [tu psʝú] ---

    κούε
    σκύλος dog (< ΑΕ κύων)
    Ενικός Πληθυντικός
    Singular Plural
    Ονομ. Nom. ο κούε [o kúe] οι κούЈοι [i kúni]
    Αιτ. Acc. τον κούε [toŋ gúe] του κούЈοι [tu kúni]
    Γεν. Gen. του κουνέ [tu kuné] ---

    Αρχή
    Top