Γ1
Προσωπικές αντωνυμίες C1
Personal
pronouns
Γ1.1
πρώτο πρόσωπο ενικού
C1.1
first person singular
εζού
εγώ I
|
δυνατός τύπος |
αδύνατος τύπος |
|
emphatic form |
clitic form |
Ονομ. Nom. |
εζού / εζούνε
[ezú / ezúne]
|
---
|
Αιτ./Δοτ. Acc./Dat. |
ενίου
[eɲíu]
|
μι
[mi]
|
Γεν. Gen. |
--- |
μι
[mi]
|
Προθετική Prepositional |
ενίου
[eɲíu]
|
--- |
Παραδείγματα χρήσης / Examples of usage:
Εζού
ένι ο αψεούτερε, όχι ο Γιάννη
Εγώ
είμαι ο πιο
ψηλός, όχι ο Γιάννης
I am the tallest, not John
Μ’οράκαϊ
Με είδαν
Τhey saw me
Μι Љ'εδούκαϊ
Μου το έδωσαν
They gave me it
Ό νιάκαΐ μι
Δε μ'άκουσαν They
didn't hear me
Δε μ’ενιάκαϊ
Δε μ'άκουσαν They
didn't hear me
Μ’έσι θυμούμενε;
Με θυμάσαι; Do
you remember me?
Όσι θυμούμενέ μι;
Δε με θυμάσαι; Don't
you remember me?
ΈЋε θέντε να μι
βοηθήετε;
Θέλετε να με βοηθήσετε;
Do you want to help me?
Το δικό μι
Το δικό μου Mine
Ενίου δε μ’επέκαϊ
Εμένα δε μου είπαν They
didn't tell
me
Από σ’ενίου
Από μένα From me
Για σ’ενίου
Για μένα For me
Μαζί μι
Μαζί μου With me
Αρχή
Top
Γ1.2
δεύτερο πρόσωπο ενικού
C1.2
second person singular
εκιού
εσύ you
(sing.)
|
δυνατός τύπος |
αδύνατος τύπος |
|
emphatic form |
clitic form |
Ονομ. Nom. |
εκιού / εκιούνε
[ecú / ecúne]
|
---
|
Αιτ./Δοτ. Acc./Dat. |
ετίου
[etíu]
|
ντι
[(n)di]
|
Γεν. Gen. |
---
|
ντι
[(n)di]
|
Προθετική Prepositional |
ετίου
[etíu]
|
--- |
Παραδείγματα χρήσης / Examples of usage:
Εκιού έσι α ατЁυτέρα, όχι α Μαρούα
Εσύ είσαι η πιο
μεγάλη, όχι η Μαρούλα
You are the eldest, not Maroula
Ντ’ εκιάκαμε
Σε πιάσαμε
We caught you
Ντι σ' απολύκαϊ
Σου τα στείλανε
They sent you them
Ό ράκαμέ ντι
Δε σ' είδαμε We
didn't see you
Δε ντ' οράκαμε
Δε σ' είδαμε We
didn't see you
Ντ’ έЈι νοία;
Σ' ακούει (αυτή); Can
she hear you?
ΌЈι νοία ντι;
Δε σ' ακούει (αυτή); Can't
she hear you?
Ούνι θέντε να ντι
βοηθήωι
Δε θέλουν να σε βοηθήσουν
They don't want to help you
Το
δικό ντι
Το δικό σου Yours
Ετίου δε ντ’ επέκαϊ
Εσένα δε σου είπαν They
didn't tell
you
Από σ’ ετίου
Από σένα From
you
Για σ’ ετίου
Για σένα For you
Μαζί ντι
Μαζί σου With
you
Αρχή
Top
Γ1.3
τρίτο πρόσωπο ενικού
C1.3
third person singular
νι
τον, την, το him,
her, it
|
δυνατός τύπος |
αδύνατος τύπος |
|
emphatic form |
clitic form |
Ονομ. Nom. |
---
|
Αιτ./Δοτ. Acc./Dat. |
---
|
νι
[ɲi]
|
Γεν. Gen. |
---
|
σι
[si]
|
Προθετική Prepositional |
--- |
--- |
Σημείωση 1: για
τους εμφατικούς τύπους χρησιμοποιείται η δεικτική
αντωνυμία
έντεЈι/ένταЈι/έγκει
αυτός/ή/ό.
Note 1: the
demonstrative
έντεЈι/ένταЈι/έγκει
this
is used for the emphatic forms.
Σημείωση 2: η
γενική του αδύνατου τύπου του Γ' προσώπου διαφοροποιείται μορφολογικά
από
την αιτιατική και δοτική, σε αντιδιαστολή με τα Α' και Β' πρόσωπα, τα
οποία έχουν την ίδια μορφή και στις τρεις πτώσεις.
Note 2: the
possessive form of the 3rd person clitics differs from the
direct object & indirect object forms, whereas in the 1st and
2nd persons, the clitics have the same form to express direct and
indirect objects and possessives.
Παραδείγματα χρήσης: / Examples of usage:
Љ’ εκιάκαμε
τον/την/το πιάσαμε
we caught him/her/it
νι σ'
απολύκαϊ
του/της τα στείλανε
they sent him/her them
ό 'ράκαμέ νι
δε τον/την/το είδαμε
we
didn't see him/her/it
δε Љ'
οράκαμε
δε τον/την/το είδαμε we
didn't see him/her/it
Љ’ έσι νοίου;
τον/την/το ακούς; can
you hear him/her/it?
όσι νοίου νι;
δε τον(κτλ.) ακούς; can't
you hear him(etc)?
ούνι θέντε να
νι
βοηθήωι
δε θέλουν να τον βοηθήσουν
they don't want to help him
το
δικό σι
το δικό του/της/του his/hers/its
τo ЁούЄο σι
η μύτη του/της/του his/her/its
nose
μαζί σι
Μαζί του/της/του with
him/her/it.
Αρχή
Top
Γ1.4
πρώτο πρόσωπο πληθυντικού
C1.4
first person plural
ενεί
εμείς we
|
δυνατός τύπος |
αδύνατος τύπος |
|
emphatic form |
clitic form |
Ονομ. Nom. |
ενεί
[eɲí]
|
---
|
Αιτ./Δοτ. Acc./Dat. |
εμού / εμούνανε /
ενείνανε
[emú /
emúnane / eɲínane]
|
νάμου, νάμι
[námu / námi]
|
Γεν. Gen. |
---
|
νάμου
[námu]
|
Προθετική Prepositional |
εμού /
εμούνανε / ενεί / ενείνανε
[emú /
emúnane / eɲí / eɲínane]
|
--- |
Σημειώσεις / Notes:
η
κλιτική νάμου έχει το
δικό της τόνο και δεν υποχρεώνει το δευτερεύοντα τονισμό της λήγουσας
λέξεων που τονίζονται στην προπαραλήγουσα - πρβ. ο άθρωπο νάμου (ο άνθρωπός
μας) με ο άθρωπό μι
(ο άνθρωπός μου)
the
clitic form νάμου
has its own stress accent and does
not cause a secondary stress accent on the last syllable of
words where the main accent is on the 3rd syllable from the end -
compare ο άθρωπο νάμου
(our person) v. ο άθρωπό μι
(my person)
στην
αιτιατική / δοτική (μη εμφατική μορφή) μαζί και με άλλες αντυνομίες
το φωνήεν της λήγουσας είναι [i]. Αυτό μάλλον προέκυψε από γρήγορη
προφορά του αρχικού [u].
when
used
as an object pronoun (non-emphatic) in conjunction with other pronouns
the final vowel becomes [i]. This probably originated as a fast-speech
phenomenon.
Παραδείγματα χρήσης: / Examples of usage:
θα μόλομε τЀ'ενεί
θα έρθουμε και μεις
we'll come too
ενεί όμε θέντε τЀίπτα
εμείς δε θέλουμε τίποτα
we don't
want anything
ο άτЁωπο νάμου
ο άντρας μας
our man
όЈι θυμούμενε νάμου
δε μας θυμάται
he doesn't remember us
νάμι σ'εδούκαϊ
μας τα δώσανε
they gave us them
μ'αναστάντζε νάμ' α μαμμού
εμάς μας μεγάλωσε η γιαγιά
our grandma brought us up (intonation to show 'grandma' as focus, 'us'
as topic)
α γρούσσα νάμου
η γλώσσα μας
our
language
εσ'έχου τЀίπτα για σ'ενείνανε;
έχεις κάτι για μας;
do you have anything for us?
Αρχή
Top
Γ1.5
δεύτερο πρόσωπο πληθυντικού
C1.5
second person plural
εμού
εσείς, you (pl.)
|
δυνατός τύπος |
αδύνατος τύπος |
|
emphatic form |
clitic form |
Ονομ. Nom. |
εμού
[emú]
|
---
|
Αιτ./Δοτ. Acc./Dat. |
εμού / εμούνανε
[emú /
emúnane]
|
νιούμου, νιούμι
[ɲúmu /
ɲúmi]
|
Γεν. Gen. |
---
|
νιούμου
[ɲúmu]
|
Προθετική Prepositional |
εμού /
εμούνανε
[emú /
emúnane]
|
--- |
Σημειώσεις: / Notes:
η κλιτική νιούμου
έχει το
δικό της τόνο και δεν υποχρεώνει το δευτερεύοντα τονισμό της λήγουσας
λέξεων που τονίζονται στην προπαραλήγουσα - πρβ. ο άθρωπο νιούμου (ο άνθρωπός
σας) με ο άθρωπό ντι
(ο άνθρωπός σου)
the
clitic form νιούμου
has its own stress accent and does
not cause a secondary stress accent on the last syllable of
words where the main accent is on the 3rd syllable from the end -
compare ο άθρωπο νιούμου
(your (pl.) person) v. ο άθρωπό ντι
(your (sg.) person)
στην
αιτιατική / δοτική (μη εμφατική μορφή) μαζί και με άλλες αντυνομίες
το φωνήεν της λήγουσας είναι [i]. Αυτό μάλλον προέκυψε από γρήγορη
προφορά του αρχικού [u].
when
used
as an object pronoun (non-emphatic) in conjunction with other pronouns
the final vowel becomes [i]. This probably originated as a fast-speech
phenomenon.
Παραδείγματα χρήσης: / Examples of usage:
εμού τσ' εμποίκατε;
εσείς τι κάνατε;
what did you
[pl.]
do?
ένι Єαρίχου νιούμου
σας ζητάει
he is asking for you [pl.]
θα μόλομε Ћαν τЀέα νιούμου τ'αργά
θα έρθουμε στο σπίτι σας το
βράδυ
we will come to your [pl.] house in the evening
ντ' οράκα νιούμου Ћον Πραστέ
σας είδα εσάς στον Πραστό
I saw you [pl.] in Prastos (intonation to show 'Prastos' as focus,
'you'
as topic)
ενιάκα ότσι νιούμι Љ' εδούτЀε τα
χούρα
άκουσα πως σας το έδωσε το
χωράφι
I heard that he sold you [indirect obj. pl.] the field
από σ' εμούνανε έκι το δώρι
απο εσάς ήταν το δώρο
the present was from you [pl.]
Αρχή
Top
Γ1.6
τρίτο πρόσωπο πληθυντικού
C1.6
third person plural
σι
τους them
|
δυνατός τύπος |
αδύνατος τύπος |
|
emphatic form |
clitic form |
Ονομ. Nom. |
---
|
Αιτ./Δοτ. Acc./Dat. |
---
|
σι
[si]
|
Γεν. Gen. |
---
|
σου
[su]
|
Προθετική Prepositional |
--- |
--- |
Σημείωση 1:
για τους εμφατικούς τύπους χρησιμοποιείται η δεικτική
αντωνυμία έτεοι/έταϊ
αυτοί/ές/ά.
Note 1: the
demonstrative έτεοι/έταϊ
these
is used for the emphatic forms.
Σημείωση 2: η
γενική του αδύνατου τύπου του Γ' προσώπου διαφοροποιείται μορφολογικά
από
την αιτιατική και δοτική, σε αντιδιαστολή με τα Α' και Β' πρόσωπα, τα
οποία έχουν την ίδια μορφή και στις τρεις πτώσεις.
Note 2: the
possessive form of the 3rd person clitics differs from the
direct object & indirect object forms, whereas in the 1st and
2nd persons, the clitics have the same form to express direct and
indirect objects and possessives.
Παραδείγματα χρήσης: / Examples of usage:
ο ЄЁύερέ σι;
δεν τα έπλυνες;
didn't you wash them? σ' ενιάκα
μα δε σ' οράκα
τους/τις/τα άκουσα μα δεν
τους/τις/τα είδα
I heard them but I didn't see them τσι
θα δούει σι;
τι θα τους δώσει;
what will he give them [indirect obl.]? εκάναϊ
μαζί με τα καμπζία σου
ήρθαν μαζί με τα
παιδιά τους they came with their children.
Αρχή
Top